- κεντηματιά
- η1. κέντηση: Ακόμη τον πονάει η κεντηματιά της καρφίτσας.2. βελονιά του κεντήματος: Ούτε μια κεντηματιά σήμερα δεν έβαλε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεντηματιά — η 1. κέντηση, νύξη 2. η βελονιά τού κεντήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντημα, τος + κατάλ. ιά (πρβλ. δαγκωματ ιά, ζαρωματ ιά)] … Dictionary of Greek
τρύπημα — ήματος, το, ΝΜΑ [τρυπῶ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού τρυπώ, διάνοιξη οπής 2. τσίμπημα με αιχμηρό όργανο ή αντικείμενο, κεντηματιά («τρύπημα από αγκάθι») αρχ. 1. οπή, τρύπα 2. η οπή τής βελόνας, τρυμαλιά 3. (σχετικά με πλοίο) η κοιλότητα όπου… … Dictionary of Greek
τρύπημα — το, ατος 1. η διάνοιξη τρύπας, η τρυπησιά: Έκανε τρύπημα στ αυτιά για να περάσει σκουλαρίκια. 2. τσίμπημα, κεντηματιά με μυτερό όργανο: Τρύπημα απ αγκάθι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)